- οπτασιασμός
- ο подверженность галлюцинациям
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπτασιασμός — ο [οπτασιάζομαι] το να βλέπει κανείς οπτασίες, να έχει οπτικές ψευδαισθήσεις … Dictionary of Greek
οπτασιασμός — ο το να βλέπει κανείς οπτασίες, το να έχει ψευδαισθήσεις, οραματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)